Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

Εκεί, στο σκότος..


Εκεί στο σκότος
εκεί στο λαβύρινθο
που ποτέ κανείς δε βγαίνει
μια ηλιαχτίδα πέρασε
-αστραπή έμοιαζε-
στα μάτια μου μέσα.
Κι ώσπου να συνέλθω
από το ξαφνικό τύφλωμα
της αποκάλυψης
γλυκά μου τραγούδησαν
τ' αστέρια...
Το μισοφέγγαρο όριζε την αρμονία τους
και κάπως όριζε
το δικό μου φως.
Κι ώσπου να πάει πανσέληνος
ξετύλιγα το μίτο.



Ναι, εκεί στο σκότος.
Σκότος στις ελπίδες μου
και ιστοί στη θέλησή μου.
Μα τελικά...



Το σκοτάδι διήρκεσε
όσο έσφιγγα τα μάτια μου
-σωστός αυτόχειρας-.

Μέσα στο αυγό

Ζούμε μέσα στ' αυγό
έχουμε χαράξει τη μέσα μεριά
απ' το τσόφλι με βρώμικα σχέδια
και τα μικρά ονόματα των εχθρών μας.
Εκκολαπτόμαστε.

Όποιος και να μας εκκολάπτει
εκκολάπτει μαζί και τα μολύβια μας.
Βγαίνοντας απ' το αυγό μια μέρα
θα σας σχεδιάσουμε αμέσως μια εικόνα
του εκκολάπτη μας.

Υποθέτουμε πως μας εκκολάπτουν.
Φανταζόμαστε κάποιο καλοσυνάτο πουλερικό
και γράφουμε εκθέσεις. Εκθέσεις
για το χρώμα και τη ράτσα
της κλώσσας μας.

Πότε θα σπάσουμε το τσόφλι;
Οι προφήτες μας μέσα στο αυγό
αντί μετρίου μισθού ερίζουν
πάνω στη διάρκεια της εκκόλαψης.
Από πλήξη και πραγματική ανάγκη
έχουμε εφεύρει εκκολαπτήρια.
Νοιαζόμαστε πολύ για τους απογόνους μας μες στ' αυγό.
Θα χαιρόμαστε να συστήσουμε την πατέντα μας
στην κλώσσα που μας φροντίζει.

Όμως έχουμε μια στέγη πάνω απ' τα κεφάλια μας
ξεμωραμένα κοτοπουλάκια
πολύγλωσσα έμβρυα
φλυαρούνε όλη τη μέρα
και σχολιάζουν ακόμα και τα όνειρά τους.
Και τι γίνεται αν δεν μας εκκολάψουν;
Αν ο ορίζοντάς μας είναι μονάχα
τα ορνιθοσκαλίσματά μας και δεν αλλάξει;
Ελπίζουμε ότι μας εκκολάπτουν.

Κι αν ακόμα μιλάμε μόνο για εκκόλαψη
παραμένει πάντα ο φόβος ότι κάποιος
έξω απ' το τσόφλι μας θα νιώσει πεινασμένος
και θα μας πετάξει μες στο τηγάνι με μια πρέζα αλάτι.
Και τι κάνουμε τότε εν αυγώ αδελφοί μου;


μτφρ. Βασίλης Καραβίτης

Gunter Grass


(για μενα, ποιημα με φιλοσοφικο υποβαθρο, παραπεμεπει σε πλατωνα και την αλληγορια της σπηλιας..
παραληρημα 3ου βαθμου..)

Τα Γραπτά Φεύγουν

Το ατλάζι των φύλλων που γυρίζει κανείς στα βιβλία σχηματίζει
μια γυναίκα τόσο ωραία
που όταν δεν διαβάζει κανείς την ατενίζει με λύπη
χωρίς να τολμά να της μιλήσει χωρίς να τολμά να της πει πως
είναι τόσο ωραία
που αυτό που πρόκειται να μάθουμε δεν έχει τιμή
Αυτή η γυναίκα περνά ανεπαισθήτως μέσα σε θρόισμα λουλουδιών
καμιά φορά στρέφεται μέσα στις τυπωμένες εποχές
και ζητά την ώρα ή καμώνεται πως κοιτάζει τα κοσμήματα
κατάματα
όπως δεν κάνουν τ' αληθινά πλάσματα
Και ο κόσμος πεθαίνει ένα ρήγμα δημιουργείται στα δακτυλίδια
του αέρος
ένα σχίσμα στην θέση της καρδιάς
Οι πρωινές εφημερίδες φέρνουν αοιδούς των οποίων η φωνή έχει
το χρώμα της άμμου πάνω σε ακτές απαλές και κινδυνώδεις
και καμιά φορά οι βραδινές αφήνουν να περάσουν κάτι πολύ νέα
κοριτσάκια που οδηγούν θηρία αλυσοδεμένα
Μα το πιο ωραίο είναι στα ενδιάμεσα διαστήματα ορισμένων
γραμμάτων
όπου χέρια πιο λευκά από το κέρας των αστεριών το μεσημέρι
αφανίζουν μια φωλιά λευκών χελιδονιών για να βρέχει πάντοτε




Τόσο χαμηλά τόσο χαμηλά που τα φτερά δεν μπορούνε πια να
σμίξουν
Χέρια απ' όπου ανεβαίνει κανείς σε μπράτσα τόσο ελαφρά που η άχνα
των λιβαδιών στα χαριτωμένα της κυματιστά περιπλέγματα πάνω
από τις λίμνες είναι ο ατελής τους καθρέφτης
μπράτσα που δεν εναρθρώνονται με τίποτε άλλο παρά με τον
εξαιρετικό κίνδυνο ενός σώματος καμωμένου για τον έρωτα
του οποίου η κοιλιά καλεί τους στεναγμούς που ξέφυγαν από
θάμνους γιομάτους πέπλους
και που δεν έχει τίποτε το εγκόσμιο εκτός από την αχανή παγωμένη
αλήθεια των ελκήθρων των βλεμμάτων επί της κατάλευκης
εκτάσεως
αυτού που δεν θα ξαναδώ πια
εξαιτίας ενός θαυμαστού ματόδεσμου
που φορώ στο παιχνίδι της τυφλόμυγας των τραυμάτων


μτφρ. Ανδρέας Εμπειρίκος
(1901-1975)

Antre Breton

Κυριακή 30 Μαΐου 2010

Τα παράθυρα

Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ


μέρες βαριές, επάνω κάτω τριγυρνώ

για νάβρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει

ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.—

Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ

να τά βρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.

Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.


Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.

Πριν τους αλλάξει ο χρόνος

Λυπήθηκαν μεγάλως στον αποχωρισμό των.
Δεν τό 'θελαν αυτοί· ήταν η περιστάσεις.
Βιοτικές ανάγκες εκάμνανε τον ένα
να φύγει μακρυά — Νέα Υόρκη ή Καναδά.
Η αγάπη των βεβαίως δεν ήταν ίδια ως πριν·
είχεν ελαττωθεί η έλξις βαθμηδόν,
είχεν ελαττωθεί η έλξις της πολύ.
Όμως να χωρισθούν, δεν τό 'θελαν αυτοί.
Ήταν η περιστάσεις.—
Ή μήπως καλλιτέχνις
εφάνηκεν η Τύχη χωρίζοντάς τους τώρα
πριν σβήσει το αίσθημά των, πριν τους αλλάξει ο Χρόνος·
ο ένας για τον άλλον θα είναι ως να μένει πάντα
των είκοσι τεσσάρων ετών τ’ ωραίο παιδί.

Σάββατο 29 Μαΐου 2010

Να προλάβω, να προλάβω να κάνω την ανάρτηση, πριν χωθούν όλοι μέσα μου και βιάσουν τις σκέψεις μου....
Τι να πώ τί να πρωτομαζέψω απ' το σωρό
το σωρό από σκουπίδια
Τη σορό μου να κρύψω
μη φανούν οι πληγές
που αίμα σταλάζουν
μη σταματάς μη σταματάς τη σκέψη
σκούπισε λίγο καλύτερα τις σταγόνες με το αίμα
και ράντισε τη σορό σου με μύρο...
Μη ξαναφορτώσεις πάνω μου το δικό σου θυμό
δε μπορώ να σε κρατάω
όταν ο ίδιος είσαι αέρας
όταν σωριάζεσαι και κλαίς
που έμεινες μόνος μια μέρα
λες και έφταιγα εγώ
που δεν ήρθα να σε δώ
όταν μου πες χαλαρά
''χαλάρωσε, πέρνα καλα...''
Και τώρα σ΄αδικώ
μα ίσως εσύ με αδίκησες πρώτα
το ίσως σημαίνει όχι..;
Δε ξέρω
είναι απειλήτική η σιωπή
Κρέμομαι απ' τη δική σου αναγνώριση
και το δικό σου φίλημα
το θέλημα
Με σπρώχνεις μια πίσω και μια μπροστά
και ΄γω δε ξέρω που να σταθώ
μα κρέμομαι απ' το δικό σου φίλημα
και θέλημα.
Μη ξεφορτώνεις το θυμό σου πάνω μου
ΚΙ ΑΝ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ
τουλάχιστον μετά
απάλυνέ τον
και μετέτρεψέ τον σε κάτι τρυφερό
μιας και δε θα χεις πια θυμό
και σε μένα δε θα χει ριζώσει
...
και δεν έχει τελειωμό
μόνο βίαιη διακοπή
η ανάρτηση αυτ (ανάσα αναφιλητών)
εκτέθηκα πολύ

Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

One Art

The art of losing isn't hard to master;
so many things seem filled with the intent
to be lost that their loss is no disaster,

Lose something every day. Accept the fluster
of lost door keys, the hour badly spent.
The art of losing isn't hard to master.

Then practice losing farther, losing faster:
places, and names, and where it was you meant
to travel. None of these will bring disaster.

I lost my mother's watch. And look! my last, or
next-to-last, of three beloved houses went.
The art of losing isn't hard to master.

I lost two cities, lovely ones. And, vaster,
some realms I owned, two rivers, a continent.
I miss them, but it wasn't a disaster.

-- Even losing you (the joking voice, a gesture
I love) I shan't have lied. It's evident
the art of losing's not too hard to master
though it may look like (Write it!) a disaster.

Elizabeth Bishop

Κυριακή 23 Μαΐου 2010

ΗΣΥΧΙΑ

Εκεί, στην άκρη της θάλασσας
είναι το πιο σιωπηλό σημείο
άσπιλο και ιερό
στα κύματα που έμειναν πίσω.
Έτσι και 'γώ
σιωπηλή
μη διαταράξω τον όρκο σιωπής
που πάρθηκε από 'μένα
σε κάποιο όνειρο τρελό
σε μια στιγμή που έχω ξεχάσει.
Ποιό το νόημα..;
Τα ραμμένα χείλη μου
ματώνουν κάθε λεπτό
απ' τις λεπτές κλωστές του φόβου...
Και μέσα μου...

ΦΩΝΑΖΩ....



Πληγωμένη σιωπή

πόσο βίαια

σε ανάγκασα να μείνεις...

Και πόσο βίαια

παρέμεινες.

Πώς τα μάτια μου

έγιναν θολοί καθρέπτες

και τα λόγια μου

αγκομαχούσαν

πριν πνιγούν...

Σε μια σιωπή ατελή.

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

Πέταγμα

Ήμουν μόνη, μές στον καθρέπτη μου
Ήμουν εγώ και ένα είδωλο
άβουλη μιμητική σκιά
σε γκρίζο φόντο...
Όσο κι αν την κοίταζα
δε μάθαινα κάτι.
Απαράλλαχτη μέρα με τη μέρα
κουνούσε το χέρι της
όταν τη χαιρετούσα.

Την κάλυψα με ένα πανί μια μέρα..
Δεν παραπονέθηκε
Τοίχο με τοίχο αναζητούσα μια ανάμνηση
Ένα τρίξιμο.
Ιδού.

Δε με κοιτούσε καν στα μάτια η σκιά μου
όταν ελεύθερη ξεχυνόταν
στη θάλασσα...

ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΙΠΟΤ’ ΑΛΛΟ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι, περπατήσαμε μέσ’ απ’ τα δέντρα
Φοβισμένοι, αφήνοντας τις λέξεις μας να είναι τρυφερές
Από φόβο μήπως ξυπνήσουμε τις κουρούνες,
Από φόβο μήπως έρθουμε
Αθόρυβα μέσα σ’ έναν κόσμο φτερών και κραυγών.

Αν ήμασταν παιδιά, ίσως να σκαρφαλώναμε,
Θα πιάναμε τις κουρούνες να κοιμούνται, και δεν θα σπάγαμε ούτε κλαράκι,
Και, μετά το μαλακό ανέβασμα,
Θα τινάζαμε τα κεφάλια μας πιο πάνω απ’ τα κλαριά
Για να θαυμάσουμε την τελειότητα των άστρων.

Πέρα απ’ τη σύγχυση, όπως συμβαίνει συνήθως,
Και τον θαυμασμό για όσα ο άνθρωπος γνωρίζει,
Πέρα απ’ το χάος θα ‘ρχόταν η μακαριότητα.

Αυτό, τότε, είναι ομορφιά, είπαμε,
Παιδιά που με θαυμασμό κοιτάζουν τ’ αστέρια,
Είναι ο σκοπός και το τέλος.


Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι, περπατήσαμε μέσ’ απ’ τα δέντρα.

Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Και Δεν...

Πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει
αυτή η καθαρή αλήθεια
οι αλέκιαστοι νόμοι
και αξίες
με τη λευκή διαχωριστική γραμμή
από τί,
από κιμωλία..

Πρέπει η τιμωρία μας να 'ναι οι ενοχές
στα ανάρμοστα αισθήματα
στους φραγμούς που δεν κρατήθηκαν
στην απρόσμενη επαφή
δύο ανυποψίαστων βλεμμάτων;

Ποιός είσαι εσύ που με κοιτάς
στο βλέμμα ων περαστικών;
Μου γνέφεις το κεφάλι
και μου δείχνεις
τις γραμμές
του δρόμου μου.
ΚΡΙΜΑ
Τα πεζοδρόμια ήταν πάντοτε
τ' αγαπημένα μου.

ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ ΘΑ' ΧΕΙ ΠΙΑ ΕΞΟΥΣΙΑ

Κι ο θάνατος δεν θα 'χει πια εξουσία.
Γυμνοί οι νεκροί ένα θα γίνουν
με τον άνθρωπο μέσα στον αγέρα και το φεγγάρι του που-
νέντε·
όταν τα κόκαλά τους θα μείνουν άσαρκα, καθάρια, κι όταν
τα καθάρια κόκαλα
θα 'χουν χαθεί,
θ' αποχτήσουν αστέρια στον αγκώνα, στο πόδι τους·
ακόμα κι όσοι καταποντίστηκαν στη θάλασσα θα σηκω-
θούν·

ακόμα κι αν οι εραστές χαθούν, όχι ο έρωτας·


κι ο θάνατος δεν θα 'χει πια εξουσία.
Κι ο θάνατος δεν θα 'χει πια εξουσία.
Εκείνοι που τόσον καιρό κοίτονται
τυλιγμένοι στο κύμα, ο θάνατός τους ξεφεύγει από το φλύαρο κύμα·
τα στρεβλωτήρια τούς συστρέφουν, υποχωρούν οι μυώνες,
είναι δεμένοι στον τροχό, μα δεν θα συντριφτούν·
σπάζει μέσα στα χέρια τους η πίστη
τους τρυπάν τα κέρατα του Κακού,
από παντού σκασμένοι, δεν τρίζουν·
κι ο θάνατος δεν θα 'χει πια εξουσία.

Κι ο θάνατος δεν θα 'χει πια εξουσία.
Οι γλάροι δεν θα στριγγλίζουν πια στ' αυτιά τους
μήτε τα κύματα θα ξεσπάν βροντερά στις ακρογιαλιές,
εκεί που άνοιγε το λουλούδι, το λουλούδι δεν θα 'ναι πια
να σηκώνει το μέτωπο κάτω από το μαστίγιο της βροχής.
Τα τρελά κεφάλια, τα νεκρά κεφάλια σαν καρφιά
μπήγονται ανάμεσα απ' τις μαργαρίτες
κουτουλώντας τον ήλιο όσο να σπάσει.
Κι ο θάνατος δεν θα 'χει πια εξουσία.

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

DISAPROVAL

Ο ουρανός μου είναι θολός
από λέξεις
και ιπτάμενα φτερά
δίχως σώματα.
Φωνές ασφυκτικές ειν' τ' οξυγόνο μου
από γλάρους τυφλούς
σε χωματερές συλλογισμών
που δεν εγκρίθηκαν.
Και ο ήλιος αντικαταστάθηκε
από έναν παντογνώστη άσβεστο
και το φεγγάρι δεν εγκρίθηκε...
Μπορώ..;
Κουράστηκαν τα μάτια μου
από την τελειότητα του νέον
μου 'λειψε
η μυρωδιά
του βρεγμένου χώματος.

Ε μα πια....

Πάνω κάτω όλη την ώρα
αυλάκια θα ανοίξεις στο πάτωμα
με το περπάτημα σου!
Δε σου λέω, δε σου λέω!
Κι αν θες στις σκέψεις μου να μπεις
από ενδιαφέρον και αγάπη
δε σου λέω!
Ώσπου να τις γράψω σε χαρτί
καμωμένο απο θέληση
εσύ θα ανεχτείς
το μυστικό κουτί μου
μπροστά στα μάτια σου.

Κυριακή 16 Μαΐου 2010

ΧΑΡΑΑΑ

Μέσα σε ριπές τριανταφύλλων
στροβιλίζομαι
ενώ οι δροσοσταλιές τους
κολλάνε στα βλέφαρα.
Κι επιτέλους, επιτέλους!
Τα μικρά κοτσύφια ξεμυτίζουν
μπλέκοντας τα μαύρα φτερά τους
με τα κόκκινα πέταλα
και τη γλυκιά τους μελωδία
κάτω απ' τα μάτια μου.

Σιωπή


Μιας και φώλιασες εδώ
έλα
να ζεσταθείς κάτω απ' τα λόγια μου
να θαμπώσει το χνώτο σου
το άδειο μου παράθυρο.


Μη φεύγεις.
Γίνεσαι διάφανη όσο περνάει ο χρόνος
ώσπου να σε κοιτάω
μέχρι να ψελλίσεις τ' όνομά μου.


Μαζί το φτιάξαμε
τούτο το χρώμα

τ' ουρανού.

Σάββατο 15 Μαΐου 2010

Μόνο εσύ



Το φεγγάρι και απόψε πάλι βγήκε νωρίς
σαν δω κάτι που υπάρχει μα δεν βλέπει κανείς
και αν ο κόσμος γιορτάζει μόνο εσύ δεν μπορείς
με αναμνήσεις θολές το φεγγάρι θωρείς


Με ρωτούσες θυμάμαι αν σε νιώθει κανείς
με αγωνία ζητούσες άλλο τρόπο φυγής
..................................

Γυάλινος κόσμος



Γυάλινος κόσμος, χαλύβδινα μυαλά
αφιλόξενος τόπος χαιρετίζει δειλά
μια παράφωνη νότα μια σπασμένη χορδή
κοροϊδεύει τους γύρω και σ' αφήνει πληγή
Μες τη νύχτα τα φώτα σκίζουν τη μοναξιά
Μιας αιδής τώρα η μπότα στον αέρα χτυπά
αποφεύγεις τον ήλιο μες στα μάτια να δεις
θέλεις σε κάποιο φίλο την αλήθεια να πεις

Δεν ξέρω πώς θα ήτανε να νιώθεις σωστός
Δεν ξέρω τώρα αν ήθελα να είμαι αυτός
δεν ψάχνω στα αδιόρθωτα ψεγάδια του εαυτού μου
το ξέρω είμαι μακριά
χαμένος μες στο νου μου

Αντιγράφεις τους τρόπους τους καλούς, τους κακούς
και αν νομίζεις πως πήρε ίσως κάτι απ' αυτούς
δες τι νιώθεις τι τρέχεις να προφτάσεις γιατί
δεν σου μάθαν πως το όνειρο κρατάει πολύ
Κι όμως όνειρα κάνεις και αυτά δανεικά
θες να αλλάξεις τα πάντα μα σου σπάει την καρδιά
και έτσι βίαια ξυπνάνε δεν ρωτάνε γιατί
Ε, αφήστε να ζήσω τη δικιά μου ζωή

Δεν ξέρω πώς θα ήτανε να νιώθεις σωστός
Δεν ξέρω τώρα αν ήθελα να είμαι αυτός
δεν ψάχνω στα αδιόρθωτα ψεγάδια του εαυτού μου
το ξέρω είμαι μακριά χαμένος μες στο νου μου

Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

Υπό την απειλή του θέλω

Σοῦ ἔτεινα προσέγγιση
ἀλλὰ ἤδη χαιρετισμὸ μοῦ ἔστελνε τὸ χέρι σου
ἀπογειωμένο σὲ ὕψος ἀσφαλείας του
πάνω ἀπὸ δυὸ χιλιάδες πόδια ὑπολογίζω.

Ἄξιον ἀπορίας τὰ κατάφερα
τηλαισθαντικὸς ἀεροπειρατὴς νὰ μπῶ
στὸν ἐναέριο χῶρο του
καὶ σημαδεύοντάς το μὲ μακρύκανο
κυνηγενικὸν αἰφνιδιασμὸ
νὰ χάσει ὕψος τὸ ἀνάγκασα
καὶ μὲς στὸ χέρι μου νὰ προσγειωθεῖ.

ΚΛΕΦΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ

Κλαίγοντας περιγράφει
πῶς ρήμαξαν τὸ σπίτι της λῃστὲς
τῆς πήρανε χρυσαφικὰ καὶ βίασαν οἱ ἄθλιοι
γερόντισσες ἀξίες.

Δὲ χαίρεται;

Ἐμένα ἔχει χρόνια νὰ πατήσει
κλέφτης τὸ πόδι του στὸ σπίτι
οὔτε γιὰ καφέ.
Ἐπίτηδες ἀφήνω ξεκλείδωτο τὸ μπρίκι.

Κάθε φορὰ ἐπιστρέφοντας προσεύχομαι
νὰ βρῶ σπασμένους τοὺς κυνόδοντες τῆς πόρτας

νὰ σείονται τὰ φῶτα σὰν μόλις νὰ κουτούλησαν
μὲ σεισμοῦ πανύψηλου κεφάλι

νὰ δῶ κλεμμένα τὰ κτερίσματα
ἀπὸ τὶς μούμιες βασιλεῖες τοῦ καθρέφτη

σὰν κάποιος νὰ ξυρίστηκε στὸ μπάνιο
καὶ στὴ σπανὴ ἁφή μου νά ῾χουν φυτρώσει γένια
χάμω δεμένη χειροπόδαρα νὰ κεῖται ἡ διάψευσή τους

κι ἀπ᾿ τὴν κουζίνα νά ῾ρχεται μὲ τὸ πάσο του ἀτμὸς
ζεστῆς πατημασιᾶς μὲ μπόλικη κανέλα ἀπὸ πάνω.

Να το ξέρεις..


Απλώς στέκομαι εκεί
πάνω από τα βλέφαρά μου
και βλέπω την κόρη του ματιού μου
φοβισμένη να ανοίγει
για να μπει το ελάχιστο φως.
ΕΥΑΛΩΤΗ.

Ήθελα να ξέρεις
πως δεν ξέρω.
θες να ξέρω
όσα ακόμα δε γνωρίζω
ή απλώς, έτσι νομίζω...
και δες την τώρα
που διάπλατα ανοίγεται στις στιγμές
να μη φοβάται
κι ας δε της γεμίζουν το μάτι...

Νομίζω σ' αγαπάω...

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Να τον σταματούσα, τον χρόνο....

Ο χρόνος παίζει παράξενα παιχνίδια.
Ξάφνου οι δείκτες σταματούν
τη θέση τους παίρνει
το ταβάνι.
Σιωπή.
Κι ύστερα οι δείκτες παίρνουν φωτιά
και τα ουρλιαχτά από το ξαφνικό μαχαίρωμα
της πραγματικότητας
ακούγονται παντού
στο νου μου.

Χτυπάει ύπουλα, ο χρόνος.
Με προσπερνάει δίχως ένα βλέμμα
με απρόσμενη ψυχρότητα
στο ακούσιο δέσιμο μας.
Κι άλλοτε,
Σιωπή.
Ώσπου να με ξυπνήσει
με καλπασμό απρόσμενο
από το γλυκερό μου ύπνο.

Σάββατο 8 Μαΐου 2010

ορειβασία στη θέληση.

Ο κόσμος μου
τα πρόσωπα
οι σχέσεις
ποτέ μου δε κατάλαβα
τις μύτες των βράχων
που έξυναν το σύννεφο μου
καθώς το βάραινα
με υποσχέσεις
δίχως να λογαριάζω
την αμφιβολία.
Μέχρι που η αμφιβολία
με ετσιθελική παρόρμηση
επιβλήθηκε, με μία λέξη.

Αλλά θα βρω τη δύναμη
θα μαζέψω το φως από τ' αστέρια
και θα τα κ α τ α φ έ ρ ω
να μη ρίξω το σύννεφο μου
τον κόσμο μου
τα πρόσωπα
τις σχέσεις
στα βράχια που χτίστηκαν
από αγανακτισμένα δάκρυα...

Τετάρτη 5 Μαΐου 2010

θα 'ρθω.


Εγώ εδώ
και απέναντί μου
το άπιαστο
το όνειρο
το άγνωστο.
Εγώ εδώ
μαζί με τις θυσίες
για μια θέση στην ουρά.
Ξάγρυπνη μερόνυχτα
για μια θέση στην ουρά.
Να περιμένω μια καμία προσδοκία.

Καταδικαστέα απέναντι πλευρά.
Εγώ εδώ
Και συ μου κουνάς το χέρι
Και τραγουδάς μόνο για μένα.






Μια στάλα.

Μια μικρή ασήμαντη διάφανη στάλα

μέσα στο πλήθος από ανώνυμες στάλες

που παρασέρνουν τα λουλούδια

και τα σκουπίδια

απ' τους δρόμους της απάθειας.

Και 'γω στο σύννεφο μου.

Παρατηρώ την πλημμύρα,

παρακαλώ μην πέσω

και ουρλιάξω απ΄την πτώση.

Φοβάμαι.

Τη φωνή μου να ακούσω

μήπως δεν κρατήσω

την πνιγμένη μου ανάσα...

Φοβάμαι το χείμαρρο.

Περιμένω να στεγνώσει

μα αυτός μόνο βουρκιάζει.



Τρίτη 4 Μαΐου 2010

φοβιοφοβία


Στάσου, μη φεύγεις!
Χαμόγελό μου, μη φεύγεις!
Δεν το κάνω επίτηδες, σου λέω...
Δεν τον κάλεσα εγώ, απρόσκλητος έρχεται.. Κάθε φορά που σε βλέπει να κοιτάζεις το ταβάνι..
Χαμόγελό μου, μη μ' αφήνεις...
Είναι ο φόβος σου λέω.. Ο φόβος... Είναι καλά κρυμμένος, στο περήφανο πρόσωπό του, είναι καλά κρυμμένος....
Γιατί δυσκολεύεσαι τόσο να ξανάρθεις;
Και τον αφήνεις εδώ να με καρφώνει με το παγωμένο βλέμμα του, επι ώρες και ώρες, και σε βλέπω, μη νομίζεις οτι δε βλέπω έξω απ΄το παράθυρο.
Υποφέρεις και συ όσο και γω! Οι τυψεις που άργησες τόσο να ξανάρθεις, τις νιώθω και γω, τις βλέπω στα μάτια σου που δε συναντάνε τα δικά μου!
Συγγνώμη σου λέω...
Είσαι σημαντικο για μένα...
Θα κλειδώσω, στο υπόσχομαι
...

Κρυφτούλι..

Χάνω τον εαυτό μου
Χάνω τον εαυτό μου
Χάνω τον εαυτό μου
ΓΡΑΨΕ ΛΑΘΟΣ
Αυτός είναι ο εαυτός μου
Αυτός είναι ο εαυτός μου
Αυτός είναι ο εαυτός μου....
...............................................

Κι όταν τον αποδεχτώ
Δε θα 'χω τίποτα να χάσω

Ράγισμα στην πλάνη

Κλεισμένη στη μικρή μου γυάλα
πνιγμένη απ' τον άνεμο δίχως πηγή
Αλλόκοτος άνεμος
φέρνει κραυγές απ' όλα τα μέρη του κόσμου
Ποιού κόσμου δηλαδή.;
Της γυάλας μου..
Κι αυτό είναι το τρομαχτικό
το περίεργο
το απωθητικό
Κάτι υπάρχει, πίσω απ' το γυαλί.
Βλέπω θολές μορφές από χέρια ανοιχτά.
Μα σαν πάρω φόρα το διάφανο να περάσω
Ο άνεμος αυτός μου τρυπάει τ' αυτιά
και ζαρώνω στη γωνιά της γυάλας μου
ώσπου να βρω κουράγιο
να τον ακούσω μέχρι να με ακούσει και αυτός.

Κυριακή 2 Μαΐου 2010

Νύχτα


Υγρά σκαλοπάτια

στάλες πάνω στα δροσερά πέταλα

των ματιών.

Φοβισμένα φτερουγίσματα

ξεψυχισμένα σ' αγαπώ

και δαγκωμένες ανάσες,

μαύρα πέπλα πάνω απ' τα δέντρα.

Σα φάροι τα κίτρινα φώτα

ξάφνου μαχαίρι απέκτησε η σκιά σου

και σφαίρες τα βήματα.

Φτερά ξεπροβάλλουν

στη σκισμένη καπαρντίνα.

Ελάττωμα στο σεντόνι τ' ουρανού

και για προσκέφαλο η σελήνη.



Η ΣΕΛΗΝΗ


Και σαν χλωμή κι αδύνατη γυναίκα οπού πεθαίνει,
οπού τρ
εκλίζει βγαίνοντας από την κάμαρά της,
και τυλιγμένη τη λεπτή κι αέρινή της γάζα
πάει όπου θέλει τ' άρρωστο το παραλήρημά της,
το ίδιο απ' την ανατολή μακριά τη βουρκωμένη
αργά η σελήνη σα λευκή κι άμορφη εβγήκε μάζα.
Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ

ΜΕΡΙΚΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Τα αισθήματα ανεβαίνουν στον αέρα
Υψώνονται οι γραμμές ευθείες μέχρι που σκοντάφτουν πάνω σε κάτι
Ένα κτίριο
Με την προεξέχουσα σκεπή του, ένα δικαστή
Που παρακολουθεί απ' το παράθυρο προσπαθώντας να δει εκείνη τη νοσοκόμα
Όπως αλλάζει στολές που είναι διάφανες οπωσδήποτε στην εσωτερι-
κή αυλή ενός γειτονικού νοσοκομείου,
Τη μουσική (τα αισθήματα ψιλοκοσκινίζονται μέσα από μικρές αδέ-
σποτες νότες από ένα ράδιο)·
έπειτα συνεχίζουν
Να υψώνονται τόσο γρήγορα και καθαρά που φαίνονται να καταρ-
γούν όλα τα αντικείμενα.

Μόνο κάποιος
Στο επίπεδο της γης μπορεί να διακρίνει
Πώς το αίσθημα συνδέεται με μια κλωστή από ένα μέτωπο, χέρι ή
πόδι
Και πως τα άτομα
Στο ύψος των τραγικών τους στιγμών
Θυμίζουν σκαντζόχοιρους ή μαξιλαράκια με καρφίτσες.


Michael Benedikt

Ξαπλωμένοι στην αμμουδιά

Ξαπλωμένοι στην αμμουδιά,
ατενίζοντας το κίτρινο
και τη μουντή θάλασσα,

περίγελως εμείς που χλευάζουμε
που ακολουθούμε τα κόκκινα ποτάμια, κούφια
εσοχή λέξεων πέρα από τον ίσκιο των τζιτζικιών,
διότι σε τούτο τον κίτρινο τάφο άμμου και θάλασσας
μια επίκληση για χρώμα καλεί με τον αγέρα
μουντή και ζωηρή όπως ο τάφος κι η θάλασσα
καθώς κοιμούνται ούτως ή άλλως.

Οι σεληνιακές σιωπές,
η σιωπηλή παλίρροια
που γλείφει τα ακίνητα κανάλια,
ο ξηρός άρχοντας της παλίρροιας
ζαρωμένος ανάμεσα σε αμμοθύελλα και νεροποντή,
πρέπει να θεραπεύσουν τα δεινά μας από το νερό
με μια μονόχρωμη γαλήνη·
η ουράνια μουσική πάνω από την άμμο
ηχεί μαζί με τους κόκκους που βιάζονται
να κρύψουν τα χρυσαφένια βουνά και τις οικίες
της μουντής, ζωηρής, παράκτιας γης
που ζώνει αρχοντική κορδέλα, ξαπλωμένοι εμείς,
ατενίζουμε το κίτρινο, ευχόμαστε ο άνεμος να διώξει μακριά
τη μορφολογία της ακτής και τον πνιγμένο κόκκινο βράχο·
μα οι ευχές δεν αποφέρουν, μήτε
μπορούμε ν' αποφύγουμε την άφιξη του βράχου,
ξαπλώνουμε ατενίζοντας το κίτρινο
έως ότου ο χρυσαφένιος καιρός
διαρρηχθεί, ω αίμα της καρδιάς μου, όπως μια καρδιά ή ένας λόφος.

Σάββατο 1 Μαΐου 2010

απόγευμα στο δέντρο


Ο κόσμος ξεμακραίνει
ωραία στιγμή μου ξένη

Βαθαίνουν τα πηγάδια
ζωή μου που'σαι άδεια

Ο κόσμος ξεμακραίνει,είναι βράδυ
ωραία στιγμή μου ξένη,στάσου λίγο

Βαθαίνουν τα πηγάδια,το φεγγάρι
ζωή μου που'σαι άδεια,γέλα λίγο
αν μ'αγαπάς

Ο κόσμος ξεμακραίνει,είναι βράδυ,μη μιλάς
ωραία στιγμή μου ξένη,στάσου λίγο αν μ'αγαπάς

Βαθαίνουν τα πηγάδια,το φεγγάρι οταν κοιτάς
ζωή μου που'σαι άδεια,γέλα λίγο αν μ'αγαπάς


Ανθίζουνε τ'αστέρια,όνειρό μου,
οταν περνάς
δωσ'μου τα δυο σου χέρια
και τον κόσμο αν μ'αγαπάς