Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

Αγάπη μου...

Αγάπη μου

Δε θα υμνήσω τ' αστέρια
που ήταν εκεί να μας φωτίζουν
γιατί ξάφνου καθρέπτισαν
τη θλίψη.

Δε θα αγαπήσω το χαμόγελό σου
Ήταν πάντοτε εκεί
όπως και η αγκαλιά σου
Και εκεί παρέμεινε,
σε τόνο ειρωνικό.

Κι αν τελικά μείνει κάτι
ένα αχνό ξέσπασμα μέσα στη βροχή
δε θα το περιμένω.
Ούτε το χιονιά περίμενα.

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

Θέληση

Σαν αστραπή η δύναμη
ας τρομάξει την άγρια νύχτα μου
και ας δείξει την καρδιά μου
ανέπαφη
να χτυπάει στο ρυθμό τον κυμάτων

Πάψτε, ψίθυροι!
Το σύρσιμο σας, σαπίζει στο λαβύρινθο
μα δε θα βρείτε ποτέ το κέντρο μου,
Το μίτο μου δε θα σας τον παραδώσω...
Στα μάτια μου πια, δεν καθρεφτίζεστε..
Προσπαθώ να κοιμηθώ!

Δίπλα σου σαν... Πάντα!



Αφήνω πίσω τα παλιά μου λημέρια
και ασελγώ στο κουφάρι του χθες
ξεχειμωνιάζω σ ‘ακατοίκητα χέρια
μεθάω τις λύπες μου σε άθλιες γιορτές.

Είμαι ένας άνθρωπος
που γεύτηκε τη στάχτη σου
ένα περίστροφο
στο μέτωπο σου εμπρός.

Το σκοτεινό το μονοπάτι της αγάπης σου
που ξεψυχάει διψασμένος ο θεός........ . . . . . .

Και τι σε νοιάζει εσένα.....



Όλο το ίδιο λες
να σ' αγαπώ δε θες
Δε θέλεις να πονάω
Και με το χτες να ζω

Δε φταίω και δε φταις,
μην έχεις ενοχές.
Το ήξερα πού πάω,
το διάλεξα εγώ.

Και τι σε νοιάζει εσένα
αν σ' αγαπώ.
Δε θα μου πεις εμένα
για ποιον θα ζω.
Δε θα μου πεις εμένα
για ποιον θα ζω.
Δικαίωμα κανένα
δε σου ζητώ


Όλο το ίδιο λες,
να σ' αγαπώ δε θες.
Δε θες να περιμένω
εσένα μια ζωή

Δε φταίω και δε φταις,
συγνώμη μη μου λες,
Δεν ήτανε γραμμένο
να μείνουμε μαζί.

Και τι σε νοιάζει εσένα
αν σ' αγαπώ.
Δε θα μου πεις εμένα
για ποιον θα ζω.
Δε θα μου πεις εμένα
για ποιον θα ζω.
Δικαίωνα κανένα
δε σου ζητώ

.

.

.... : (

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Αισιοδοξία


Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ' αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ' ουρανού,
και με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσει.

Ας υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρα,
σε χώρες άγνωστες, της δύσης, του βορρά,
ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Για να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφερά,
έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος
άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν,
τα παντελόνια μας και, με του πτερνιστήρος
το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.
Πηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --
ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, -- το τραγούδι να μοιάσει
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής --
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει.

GALA




Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχτα

Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ' έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ' όλοι.

Τ' αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς
το μάτι ανοιγοκλείνει προτού δακρύσει.

Ο κόσμος τω δεντρώνε ρέβει ορθός.
Κλαίει παρακάτου η βρύση.

Από τα σπίτια που είναι σα βουβά,
κι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτου,
με φρίκη το φεγγάρι αποτραβά
τ' ασημοδάχτυλά του.

Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό
κι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυ,
όσοι έχουμε το μάτι μας υγρό
και μέσα μας τον άδη.

Οι μπάγκοι μας προσμένουν.Κι όταν βγει
το πρώτο ρόδο στ' ουρανού την άκρη,
όταν θα σκύψει απάνου μας η αυγή
στο μαύρο μας το δάκρυ

θα καθρεφτίσει τ' απαλό της φως.
Γιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμε,
τον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφός
κι όλοι σκυφτοί θ' ακούμε

Κι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρό
που σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοι,
τη λέξη τη λυπητερή θα βρω
που ακόμα δεν ειπώθη.

Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ' έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ' όλοι.

Φυγή

Αμίλητη, κυνηγημένη
φτάνει σ' ερειπωμένο τοίχο·
στηρίζεται και περιμένει
ένα κελάηδημα, ένα στίχο.

Γύρω το δάσος με τις μπόρες
φεύγει σαν πλοίο στην τρικυμία.
Κ' ήτανε ημέρες ανθοφόρες
-- επέρασαν --
κ' ήτανε μία...

Τώρα την άβυσσο ρωτάει
πώς βρέθηκε άξαφνα δωπέρα,
ενώ στα μάτια της κρατάει,
φως όλη, εκείνη την ημέρα.

Ψυχή, λησμόνει τα όνειρά σου.
Ήρθες, πουλί στην καταιγίδα,
κ' εχάρισες όλου του δάσου
την τελευταία μας ελπίδα.

Όταν ήρθες...

Εσβήναν τα χρυσάνθεμα σαν πόθοι
στον κήπον όταν ήρθες.
Εγελούσες
γαλήνια, σα λευκό χαμολουλούδι.
Αμίλητος,
τη μέσα μου μαυρίλα
την έκανα γλυκύτατο τραγούδι
κι απάνω σου το λέγανε τα φύλλα.

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

ΦΤΑΙΣ

Φταις
λόγια παράξενα μου λες και δε με θες
καμένο είδωλο εικόνες του χθες
κι όσο δε θες εγώ στα μάτια σε κοιτάζω


Παίζεις
του έρωτα το σπίτι δε μαγεύεις
κι αν σ' αγαπώ σου λέω ποτέ δε με πιστεύεις
δώσε μου όνειρα να ζω γιατί τρομάζω

Λόγια
φεύγουν και χάνονται κρυφά μες στα ρολόγια
και 'γω ανασταίνομαι σ' ανήλιαγα υπόγεια
σε χείλη ρόδινα γλυκά και δαγκωμένα

Στίχους
φωτογραφίες χωρίς νόημα σε τοίχους
κολλάω και χάνομαι συνέχεια μες στους ήχους
το καλοκαίρι αυτό να δεις θα το θυμάσαι

Γιατί η αλήθεια είναι χειρότερη απ' το ψέμα
ειν' αλήθεια
είναι χειρότερη απ' το ψέμα η αλήθεια
είναι χειρότερη απ' το ψέμα
είναι

Χέρια
λευκά σαν κρίνα της ψυχής μου περιστέρια
βαμμένα κόκκινα ατσάλινα μαχαίρια
μη με πληγώνεις και στον ύπνο που κοιμάσαι

Φύγε
και δε με νοιάζει πια ο έρωτας που πήγε
η μέρα χάθηκε κι η νύχτα δε μου βγήκε
δε λείπει τίποτα αφού τίποτα δεν είχα


γιατί η αλήθεια είναι χειρότερη απ' το ψέμα
ειν' αλήθεια
είναι χειρότερη απ το ψέμα η αλήθεια
είναι χειρότερη απ το ψέμα
είναι

Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

Ένα αισιόδοξο τραγούδι(F)

Πώς να εκφράσεις τη χαρά
και πώς να την πιστέψεις;
Σαν σε κοιτάει ευάλωτη
-κυκλοθυμία στη θάλασσα-
γεμάτη υποσχέσεις
και φόβο
να τις κρατήσει.
Όλο της θυμώνουμε
που αδιάκριτα μοιράζει τριαντάφυλλα
βραχύβια.
Δε φταίει αυτή,
φταίνε οι ορχιδέες

που μοιράζει συνάμα η θλίψη
που κάθεσαι και τις χαζεύεις
μπορεί και χρόνια
τόσο ελκυστικές που είναι
τόσο όμορφα που σου γεμίζουν τη ματιά...
Τη ματιά.
Το φαίνεσθαι.
Η καρδιά σου ζητά το κόκκινο,
το απαλό το χνούδι
και τις στάλες,
στα πέταλα της χαράς.
Κάθε μέρα
καινούρια πέταλα πάνω στο πρόσωπό σου.
Κάθε μέρα
το χαμόγελο αναδύεται από τη θάλασσα.
Και αξίζει.....

Για να 'ρθουν-

Ένα κερί αρκεί. Το φώς το αμυδρό
αρμόζει πιο καλά θα ναι πιο συμπαθές
σαν έρθουν της Αγάπης, σαν έρθουν οι Σκιές.

Ένα κερί αρκεί. Η κάμαρη απόψι
να μην έχει φως πολύ. Μέσα στην ρέμβην όλως
και την υποβολή, και με το λίγο φώς-
μέσα στην ρέμβην έτσι θα οραματισθώ
για να 'ρθουν της Αγάπης, για να 'ρθουν οι Σκιές.

Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ

Ι

Όνειρα κι όνειρα ήρθανε
Στα γενέθλια των γιασεμιών
Νύχτες και νύχτες στις λευκές
Αϋπνίες των κύκνων

Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα
Όπως μες στον απέραντο ουρανό
Το ξάστερο συναίσθημα.

II

Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή
Και πίσω απ' τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη
Ερωμένη
Αλλοτινών ήχων γόησσα

Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί
Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του
Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του —
εκεί.

III

Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα

Σιωπή

Έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ' άστρα!

IV

Ένας ώμος ολόγυμνος
Σαν αλήθεια
Πληρώνει την ακρίβεια του
Στην άκρια τούτη της βραδιάς
Που φέγγει ολομόναχη
Κάτω απ' τη μυστικιά ημισέληνο
Της νοσταλγίας μου
.

V

Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θυμήσεις
Μαβιές
Κόκκινες
Κίτρινες

Τ' ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο
Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο

Τα μάτια της σιωπή.

VI

Ανεξιχνίαστη νύχτα πίκρα δίχως άκρη
Βλέφαρο ανύσταχτο
Πριν βρει αναφιλητό καίγεται ο πόνος
Πριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός

Καρτέρι μελλοθάνατο
Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο
Στην ποδιά της μοίρας του συντρίβεται.


VII

Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας
Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνεια
Της δράσης

Κι ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί
Ακούσιος καταρρέει
Μες στην ιδέα που αχρηστεύεται απ' το μελαγχολικό
Σιωπητήριο.

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ

Ι

Όλα τα σύννεφα στη γη εξομολογήθηκαν
Τη θέση τους ένας καημός δικός μου επήρε
Κι όταν μες στα μαλλιά μου μελαγχόλησε
Το αμετανόητο χέρι

Δέθηκα σ' έναν κόμπο λύπης.

II

Η ώρα ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως θύμηση
Με το δέντρο της αμίλητο
Προς τη θάλασσα
Ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως φτερούγισμα
Με την όψη της ακίνητη
Προς τη θάλασσα
Βραδιάζοντας
Δίχως έρωτα
Με το στόμα της ανένδοτο
Προς τη θάλασσα
Κι εγώ - μες στη Γαλήνη που σαγήνεψα.

III

Απόγευμα
Κι η αυτοκρατορική του απομόνωση
Κι η στοργή των ανέμων του
Κι η ριψοκίνδυνη αίγλη του
Τίποτε να μην έρχεται Τίποτε
Να μη φεύγει

Όλα τα μέτωπα γυμνά
Και για συναίσθημα ένα κρύσταλλο.



ΓΙΑΤΙ


Αντανακλά ο απόηχος της
στα λουλούδια,
στον αΓέρα.
Ξεπερνά τη νοσταλγΊα, στα κλωνάρια
των πεσμένων φύλλων
των μΑΤιών μου
που είναΙ γεμάτα από βροχή...

Προσδοκία

Με ένα φιλί απ' τ' όνειρό μου
νανούρισε με
και ξεθύμανε τις άσκοπες ελπίδες
του φωτός.
Άσε καινούρια πέταλα

στο μαξιλάρι
Νεκρά, στο τέλος της μέρας.
Φέρε μου νέα χελιδόνια,
στο πρώτο μου αλύχτημα.
Χειμώνιασε ξάφνου,
το σούρουπο.

Καληνύχτα....

Με ένα χαμόγελο θα σβήσω
τα ψεγάδια τ' ουρανού μου.

Κυριακή 11 Ιουλίου 2010

Θα 'μαι κοντά σου...



Ξύπνησα μες τον ύπνο μου
κι άκουσα δυο φωνές.
Η μια μου είπε ξέχνα την
κι πάψε πια να κλαις.
Μα η άλλη ήταν η δική σου
μες απ` του ύπνου του εφιάλτη τις γραμμές.
Μου λεγε αγάπη μου κοιμήσου

Θα μαι κοντά σου όταν με θες...

Τα χρόνια είναι αμέτρητα
μα είν` η ζωή μικρή.
Συνήθισα να σ` αγαπώ
συνήθισες κι εσύ.
Μα είναι τα χρόνια ένα δοχείο
ένα φθηνό ξενοδοχείο για δυο στιγμές.
Για να χωράει κάπου ο πόνος
τις νύχτες όταν μένω μόνος.

Τις σιωπές μου να μετράω
να σε θυμάμαι όταν πονάω να μου λες
Θα μαι κοντά σου όταν με θες...


Το παραμύθι τέλειωσε
κι αρχίζει η ζωή.
Αχ να ταν η αλήθεια σου
σαν ψέμα αληθινή.
Τι να την κάνω τη ζωή μου
στο παραμύθι θα τη ρίξω να πνιγεί.
Να παραμυθιαστεί η ψυχή μου,
να σε πιστέψει πάλι από την αρχή.
Να σε πιστεύει όταν μ` αγγίζεις,
τις νύχτες όταν ψιθυρίζεις όταν λες
Θα μαι κοντά σου όταν με θες...

Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

Κοίτα με

Από τότε που φώναξα στη σκέψη σου
να μην με κοιτά στα μάτια
όλο κρύβεται μέσα στους καθρέπτες
και στις σκιές
ψιθυρίζοντας αναμνήσεις από ηχηρά θολά χαμόγελα.
Κι ήταν απλώς η ελπίδα στ' όνειρό της,
μέσα μου. . . . . .

Αθωότητα

Οι δύο αιωνιότητες μέσα στην ψυχή μου

αν μ' άφηναν να ρίχνομαι στη θάλασσα

δίχως να τη γεμίζω αλάτι....

Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Αμνήμων

Τη θέση μου έχει πάρει η μνήμη.
Τα χρώματα όλα περνούν
από το διάφανο δίχτυ των χεριών σου
Άθελά σου έστησες καρτέρι.
Ο πόνος μου δε μου ανήκει
είναι η θύμηση που νοσηρά κρατώ
και σπρώχνω
ώσπου τελικά το δάκρυ
με ρίξει σε μια θάλασσα
από ανολοκλήρωτες ανάσες.
Και η ανάμνηση με κοιτά σαν από πέτρα
στο ύψος των ματιών μου.

Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Μην ακουστεί η σιωπή.

Μετέωρο μένει το πέταλο
και αργοπεθαίνει
κρατημένο απ΄τα ροζιασμένα χέρια του.
Η καρδιά του πάει, καιρό τώρα
μένει σιωπηλή.
Δεν είναι ο χτύπος της που λείπει
ούτε είναι η ένοχη σιωπή
που γέμισε με ατσάλι της φλέβες του.
Η ανομολόγητη απώλεια
καραδοκεί
με το πρώτο χαλαρό κράτημα.

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010



Τ΄ αστέρια δε χαθήκανε δεν έσβησε το φεγγάρι
η μοναξιά δεν είναι δρόμος να τον μετράς
κανένας δεν αγάπησε πιο πολύ απ΄όσο μπορούσε
κι ούτε κανένας έκρυψε τον ήλιο που κοιτάς .

Τα κύματα δεν τσάκισαν τους τσακισμένους βράχους
τα σύννεφα δε φέρνουνε της λήθης το νερό
κανένας δε λυπήθηκε πιο πολύ απ όσο μπορούσε
κι ούτε κανείς κατάφερε ν΄ αγγίξει το κενό .

Τα δέντρα δε χαμήλωσαν τις ρίζες τους να νοιώσουν
και λόγια δεν ακούστηκαν μες τη βαθιά σιωπή
κανένας μας δεν άντεξε πιο πολύ απ΄όσο μπορούσε
κι ούτε κανείς αγκάλιασε μια όμορφη ψυχή .

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Erich Fried Αber-Όμως...

ABER

Zuerst habe ich mich verliebt
in den Glanz deiner Augen

in dein Lachen
in deine Lebensfreude
Jetzt liebe ich auch dein Weinen
und deine Lebensangst
und die Hilflosigkeit
in deinen Augen

Aber gegen die Angst
will ich dir helfen
denn meine Lebensfreude
ist noch immer der Glanz deiner Augen



ΟΜΩΣ

Στην αρχή αγάπησα τον εαυτό μου
στη λάμψη των ματιών σου
στο γέλιο σου
στη χαρά σου για τη ζωή

Τώρα αγαπώ επίσης το κλάμα σου
και το φόβο σου για τη ζωή
και την ανυπαρξία βοήθειας
στα μάτια σου

Αλλά εναντίον του φόβου
θέλω να σε βοηθώ
μια που η χαρά της ζωής μου
είναι πάντα η λάμψη των ματιών σου

Τα Πάθη Της Βροχής

Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.

Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού’ μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.

Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.