Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

....(Φ)....


Σαν εκείνα και ΄γω

Παρατηρώ

Το κενό.

Αγγίζω τις στάλες του φωτός

Τα διάφανα χέρια μου τρυπάνε

Με κοιτάνε και γελάνε

Που έχουν χάσει κάθε ελπίδα

Και 'γω ακόμα προσπαθώ.
Να κρατήσω ζωντανά τα χρώματα

Στα ποτισμένα απ' τη βροχή ονόματα.

Πολλά και Τίποτα. Μικρή Καθημερινή Ανασφάλεια.

Μια λέξη στην τύχη
θάλασσα.
Θάλασσα όπως λέμε Γή
όπως λέμε φιλί ή άστρο.
Η γή εξορισμένη απ' τα λημέρια της
το φιλί καλοδεχούμενο στα κύματά της
καθρέπτες για τ' ασήμι..

Μια λέξη στην τύχη
κι άλλη μία.
Εσύ.
Εσύ που γνωρίζεις τη σιωπή
που σα τη θάλασσα, εσύ,
με παρασέρνεις μέσα σου.
Και με δέχεσαι με προσμονή
ανεξήγητη
Και γλυκιά.

Μία λέξη στην τύχη
έχασα το μέτρημα πια.
Για όλα αυτά που με κάνουν χαρούμενη
και όλα αυτά που με λυπούν,
όσες λέξεις στην τύχη κι αν πάρω
όσο κι αν τις υμνήσω
Εκείνες θα υπάρχουν
και 'γω θα 'μαι αδύναμη.

Μέχρι
να μου υπενθυμίσει η θάλασσα
ότι μπορώ και τη θαυμάζω...

Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

:,)

Πρώτη φορά τα δάκρυα
έφεραν τόση χαρά

η εμπιστοσύνη που έσπρωξε τις σταγόνες

η λύτρωση


η λιακάδα στο χαμόγελό σου.

Και η ηρεμία μετά..
Ξαπλωμένη στο στήθος μου.

Μαζί

Ένας παλμός κι άλλος ένας
Αυτός είσαι
Αυτή είμαι.

Πές μου, όχι, πές μου..
Άν υπάρχω εγώ, υπάρχεις εσύ;
Μέσα στη ίδια καρδιά, στην ίδια..

Μη με διώχνεις
Άφησέ με να στηρίξω τον ήχο σου
Ηχορραγείς.

Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Το γέλιο σου


Πάρε μου το ψωμί αν θέλεις

πάρε μου τον αέρα

όμως

μη μου παίρνεις το γέλιο σου,
μη μου παίρνεις το ρόδο
την αιχμή της λόγχης σου
το νερό που αίφνης στη χαρά σου,
αναβλύζει,
το ξαφνικό το κύμα
τ' αργύρου που σε γεννά.


Ο αγώνας μου είναι σκληρός και επιστρέφω
κάποιες φορές μα τα μάτια κουρασμένα
από το να βλέπω τη γη που δεν αλλάζει
αλλά σαν μπω
το γέλιο σου ανεβαίνει
ως τα ουράνια να με βρει
και μου ανοίγει
όλες τις πόρτες της ζωής.


Αγάπη μου,
την πιο σκοτεινή την ώρα
δείξε την αιχμή του γέλιου σου
κι αν αίφνης δεις
το αίμα μου να βάφει τις πέτρες του δρόμου,
γέλα,
γιατί το γέλιο σου θα είναι για τα χέρια μου
σα δροσερό σπαθί


Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου
το γέλιο σου ας αναβλύσει
τον αφρισμένο καταρράκτη του
και με την άνοιξη, αγάπη,
το γέλιο σου το θέλω
σαν το λουλούδι που περίμενα,
τον κυανό ανθό,
το ρόδο της εύηχης πατρίδας μου


Γέλα, με τη νύχτα, με τη μέρα ή με το φεγγάρι
γέλα, με τους στριφογυριστούς δρόμους του νησιού
γέλα, μ' αυτό το αδέξιο αγόρι
που σ' αγαπάει
όμως όταν εγώ ανοίγω τα μάτια και τα κλέινω
όταν τα βήματά μου φεύγουν
κι όταν γυρνούν
να μου αρνηθείς ψωμί αέρα φως και άνοιξη
αλλά το γέλιο σου ποτέ,
γιατί θα πέθαινα.

Σάββατο 24 Απριλίου 2010


........... Τι εύχρηστο μαξιλάρι η αγάπη
κατάλληλο
για κάθε ταξίδι του πόνου στο σώμα για κάθε ηλικίας όνειρα
για κάθε είδους νύστα
απαραίτητο
για το σπίτι
για το στοχασμό
για το λεωφορείο
για το πλοίο και για ό,τι
μας πνίγει.

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

Η ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΤΡΑ...

Μίλα.
Πὲς κάτι, ὁτιδήποτε.
Μόνο μὴ στέκεις σὰν ἀτσάλινη ἀπουσία.
Διάλεξε ἔστω κάποια λέξη,
ποὺ νὰ σὲ δένει πιὸ σφιχτὰ
μὲ τὴν ἀοριστία.
Πές:
«ἄδικα»,
«δέντρο»,
«γυμνό».
Πές:
«θὰ δοῦμε»,
«ἀστάθμητο»,
«βάρος».
Ὑπάρχουν τόσες λέξεις ποὺ ὀνειρεύονται
μιὰ σύντομη, ἄδετη, ζωὴ μὲ τὴ φωνή σου.

Μίλα.
Ἔχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Ἐκεῖ ποὺ τελειώνουμε ἐμεῖς
ἀρχίζει ἡ θάλασσα.
Πὲς κάτι.
Πὲς «κῦμα», ποὺ δὲν στέκεται.
Πὲς «βάρκα», ποὺ βουλιάζει
ἂν τὴν παραφορτώσεις μὲ προθέσεις.

Πὲς «στιγμή»,
ποὺ φωνάζει βοήθεια ὅτι πνίγεται,
μὴν τὴ σῴζεις,
πὲς
«δὲν ἄκουσα».

Μίλα.
Οἱ λέξεις ἔχουν ἔχθρες μεταξύ τους,
ἔχουν τοὺς ἀνταγωνισμούς:
ἂν κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς σὲ αἰχμαλωτίσει,
σ᾿ ἐλευθερώνει ἄλλη.
Τράβα μία λέξη ἀπ᾿ τὴ νύχτα
στὴν τύχη.
Ὁλόκληρη νύχτα στὴν τύχη.
Μὴ λὲς «ὁλόκληρη»,
πὲς «ἐλάχιστη»,
ποὺ σ᾿ ἀφήνει νὰ φύγεις.
Ἐλάχιστη
αἴσθηση,
λύπη
ὁλόκληρη
δική μου.
Ὁλόκληρη νύχτα.

Μίλα.
Πὲς «ἀστέρι», ποὺ σβήνει.
Δὲν λιγοστεύει ἡ σιωπὴ μὲ μιὰ λέξη.
Πὲς «πέτρα»,
ποὺ εἶναι ἄσπαστη λέξη.
Ἔτσι, ἴσα ἴσα,
νὰ βάλω ἕναν τίτλο
σ᾿ αὐτὴ τὴ βόλτα τὴν παραθαλάσσια.

Άφησε με να 'ρθω μαζί σου..



Ο ήλιος φταίει...


Δε μετανιώνω

Όταν ο ήλιος θαμπώνει με σύνεση

το γκρι από τα σπίτια

Δε μετανιώνω.

Η θάλασσα με ξεκουράζει

και το παιχνίδισμα τ΄ανέμου

με ξυπνά.

Πώς θα μπορούσα;

Απλώνω τα χέρια μου

και νιώθω ζεστασιά

απ' τις καρδιές που αφήνονται

να παρασυρθούν.

Είναι η μικρή μου ζωη.

Είναι η ολόδική μου, μικρή κι ασήμαντη ζωη.

Και δε θα με προδώσω,

δε θα μετανιώσω.

Δευτέρα 19 Απριλίου 2010

Erich Fried "Nur Nicht" (ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΔΕΝ....)

Das Leben
wäre
vielleicht einfacher
wenn ich dichgar nicht getroffen hätte
Weniger Trauer
jedes mal
wenn wir uns trennen müssen
weniger Angst
vor der nächsten und übernächsten Trennung
Und auch nicht soviel
von dieser machtlosen
Sehnsuchtwenn du nicht da bist
die nur das Unmögliche will
und das sofort im nächsten Augenblick
und die dannweil es nicht sein kann
betroffen istund schwer atmet
Das Leben wäre vielleicht einfacher
wenn ich dich nicht getroffen hätte
Es wäre nur nichtmein Leben....
Η ζωή θα ήταν ίσως πιο εύκολη
αν δε σε είχα ποτέ συναντήσει
Λιγότερος θρήνος
κάθε φορά που πρέπει να χωριστούμε
Λιγότερος φόβος
μπροστά στον επόμενο και στον μεθεπόμενο χωρισμό.
Κι ακόμα δεν θα ‘χε τόση
από εκείνη την αδύναμη νοσταλγία,
κάθε φορά που δεν είσαι εδώ
Τη νοσταλγία που θέλει μόνο το Αδύνατο
και το θέλει τώρα,την αμέσως επόμενη στιγμή
Κι αφού αυτό δε γίνεται
πληγώνεται και βαριανασαίνει
Η ζωή θα ήταν ίσως πιο εύκολη αν δεν σε είχα συναντήσει
Μόνο που… δεν θα ήταν η ζωή μου...

Έχω ποθήσει μακριά να φύγω

Έχω ποθήσει μακριά να φύγω
Από το σύρσιμο του ξοδεμένου ψέματος
Και από του παλιού τρόμου τη διαρκή κραυγή
Μεγαλώνοντας πιο τρομερός καθώς η μέρα
Φεύγει πάνω από το λόφο στο θαλάσσιο βυθό.
Έχω ποθήσει μακριά να φύγω
Από την επανάληψη των χαιρετισμών,
Γιατί υπάρχουν στον αέρα τα φαντάσματα
Και στοιχειωμένοι ήχοι στο χαρτί
Και οι κεραυνοί των κλήσεων και των σημειώσεων.
Έχω ποθήσει μακριά να φύγω, όμως φοβάμαι,
Λίγη ζωή ακόμη αξόδευτη μήπως εκτιναχθεί
Από το παλιό ψέμα που καίγεται στο πάτωμα
Και στον αέρα σπάζοντας μισότυφλο μ' αφήσει.
Ούτε από της νύχτας τον αρχαίο πανικό,
Το χώρισμα καπέλου από τα μαλλιά,
Τα χείλη κολλημένα στο ακουστικό
Θα έπεφτα απ'του θανάτου το φτερό.
Από αυτά δεν θα νοιαζόμουν να πεθάνω,
Μισά συμβάσεις και ψέμματα τ' άλλα μισά.
Dylan Thomas

Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Παράπονο (2)

Κοίτα με.
Δίχως τη μάσκα στην καρδιά σου
Που κρυφά καρφίτσωσαν ενώ κοιμόσουν
Η Ανασφάλεια και ο Φόβος
Δίνοντάς ασφάλεια και ηρεμία
στα πνιγμένα αναφιλητά.

Αν με κοιτούσες...
Αν δε σε τρόμαζαν τα μάτια μου
Το πέρασμα σε κάθε σκέψη και όνειρό μου
Αν δε σε τρόμαζαν...
Μακάρι να μη σε τρόμαζαν...

Παράπονο (1)

Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω
τραγούδι άγνωστο κι αγέννητη σιωπή
Πίσω απ'τα μάτια, πίσω απ' της ζωής το βέλο
κρύβεσαι σαν βροχή που στέγνωσε, το ξέρω
νεροποντή που περιμένω μια ζωή
Γιατί δεν έρχεσαι
Μια καταιγίδα θέλω να 'ρθει να ουρλιάξει
όσα δεν είπαμε από φόβο ή ντροπή
στα σωθικά μας και στα μάτια μας να ψάξει
κάθε μας λέξη μυστική να την πετάξει
μέχρι τον ήλιο ν' ανεβεί και να τον κάψει
Γιατί δεν έρχεσαι
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν νυχτώνει
όταν κρατιέμαι σαν χερούλι απ' το ποτό
απ' το ποτό της φαντασίας μου που με λιώνει
κάθε γουλιά του καίει σαν πάγος και σα χιόνι
κι ανατινάζει του μυαλου μου το βυθό
Γιατί δεν έρχεσαι
Μια καταιγίδα θέλω να 'ρθει να μας πνίξει
σ' ένα τραγούδι που δεν έγραψε κανείς
Ο,τι δεν γίναμε ποτέ να μην το δείξει
Να 'ναι γιορτή, την αγκαλιά της να ανοίξει
στην ανημπόρια της χαμένης μας ζωής
Γιατί δεν έρχεσαι
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω....


Δευτέρα 12 Απριλίου 2010

Hush...




Ησύχασε τώρα...


Η ανάσα σου, πόρτα που τρίζει ρημαγμένη απ' τον αγέρα
λυγμός πνιγμένος στα μαξιλάρια
Καλύβει τους παλμούς σου, τους τρελαίνει
Τους ξεσηκώνει
Με οργή
Εναντίον σου.

Ήρεμα...
Τα πρησμένα σου μάτια, ξεφτισμένα πέπλα
γκριζάρουν το Μαύρο που κατοικεί μέσα τους
Φυλακίζουν τ' αστέρια που αντανακλούν μερικές φορές
Μέσα του.

Θα σου κρατάω το χέρι
Κάθε μέρα και λιγότερο
Ώστε μια μέρα να το αφήσω τελείως
Δίχως κάν να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου.

Κυριακή 11 Απριλίου 2010

βροχή...




Χιλιάδες μικρά κύματα
τραγουδάνε στο όνειρό μου
με σκεπάζει ο παφλασμός τους.

Σιωπηλά νανουρίζουν τους παλμούς μου.
Ξεχύνονται στη σιωπή και συνοδεύουν
τα άδικα δάκρυα.
Λυτρώνουν τα πέταλα,
τα ροζιασμένα πέταλα...

Και δίνουν καταφύγιο
σε ξεχασμένους εραστές.
Κάτω απ' τους μίσχους...

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

ΣτιγμΗ...



Ηρεμία.... Το γουργούρισμα των κυμάτων χαϊδεύει τα μαλλιά...
Ψιθυρίζουν... Είσαι και σύ μέσα στην ομορφιά της αρμονίας μας...
Μέσα απ' τα μάτια σου ζούμε.. Υπάρχουμε μέσα απ την έκφραση αγαλλίασης του προσώπου σου...
Τον κόσμο αλλάζεις, μέσα απ΄την καρδιά σου.....



Είναι μια σειρά από στιγμές.
Από παγωμένα όνειρα στον καμβά της μνήμης
που αστείρευτα πηγάζουν χαμόγελα
και νοσταλγία.
Και είναι άλλες τόσες
σε κάθε ανάσα που παίρνεις
στα μάτια όσων σ' αγαπούν
που ευεργετικά κάνουν την καρδία σου να χτυπάει
και τα μάτια σου να γελούν..
Μέσα τους, αλλάζει ο κόσμος....

Πέμπτη 8 Απριλίου 2010

Κλόουν την Τετάρτη, την Κυριακή νεκρός..

Οι έρημες πόλεις, τα φώτα που σβήνουν
σαν γέροι που κλείσαν τα μάτια και πίνουν
και συ να γερνάς μες της λήθης το ψέμα
κουφάρι απόγνωσης στου ήλιου το γέρμα.

Κλόουν την Τετάρτη, την Κυριακή νεκρός.

Τα μάτια της λάμπουν σαν έναστρη νύχτα
τα χέρια της σκάβουν τον τύμβο της ήττας
και συ να ζητάς, να βρεις ένα τέρμα
σαν χάδι χαμένο, στης θλίψης το δέρμα.

Κλόουν την Τετάρτη, την Κυριακή νεκρός
στης λύπης το κατάρτι, σε στάυρωσε ο θεός
δίχως νερό κι αγάπη σ' άφησε εδώ
σα νόθο γιο της λάσπης
που κοιτάει τον ουρανό.

ΟΜΙΧΛΗ


Η κάθε γωνία, ο ψίθυρος των ματιών

γεμάτος με πλάνη.

Ουρανέ, που πήγαν τ' αστέρια σου, χάθηκε η λάμψη τους,

Και συ, Ήλιε, πού είναι η ζεστασιά που πάντοτε μας κάλυβε;


Ποτέ δε το πρόσεξα, το πάτωμά μου γεμάτο με λουλούδια.

Μα, και εσείς λουλούδια, πού πήγε η ευωδιά και η σπιρτάδα σας..

Σε ποιό άνοιχτο συρτάρι ξεχάστηκαν...


Παντού πόρτες, πόρτες κλειστές με το κλειδί προκλητικά μπροστά μου,

Πόρτες μαγκωμένες από την υγρασία της εγκατάλειψης, της άρνησης...


Ίσως, ίσως, ίσως αύριο, μεθαύριο, μετά από χίλιες και μία σκέψεις

να ξαναβρώ το κόκκινο...

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Ρομαντικό παραλήρημα....

Έκλεισε τα μάτια και κάπως άνοιξε τα παραθύρια.
Ψέλλισε στους αδιάφορους περαστικούς, στους πολυάσχολους, γκρίζους περαστικούς :
"Θέλω να πετάξω... Θέλω να πετάξω... Θέλω να.- ΠΕΤΑΩΩΩ..!!!"
Όντως... Όντως αποχαιρέτησε το μουντό σπιτικό της εκείνο το πρωί.. Όντως κατευθύνθηκε προς το αστέρι που τη φώτιζε κάθε βράδυ.. Το έψαξε, κι ας ήταν μέρα...
Και με οδηγώ τον ήλιο, που φώτιζε τα λημέρια του αστεριού, το βρήκε.. Χωμένο μες στα σύννεφα του.. Να κοιμάται και να ονειρεύεται...
Δε το ξύπνησε. Απλώς έμεινε δίπλα του.. Έτσι το ευχαρίστησε που την πρόσεχε κάθε βράδυ...
Μα εκείνο ήθελε και η ίδια.. Η μοναξιά δεν ήταν καλός σύντροφος, δεν ήταν σύντροφος...
Το βράδυ έφτασε, και το κρύο ήταν κάτι παραπάνω από τσουχτερό.. Κουλουριάστηκε δίπλα του... Έξυσε τα κρύσταλλα απ τα βλέφαρά της και κοιμήθηκε.
Ωστόσο, το αστέρι αναδεύτηκε, ξύπνησε..
Και είδε την κοπέλα, την κοπέλα που τόσα βράδια παρατηρούσε δίχως κορεσμό.. Που λαχταρούσε να τη βγάλει, να τη σώσει απ' τις αράχνες... Τις αράχνες....
Και τώρα, επιτέλους, την είχε κοντά του. Και εκείνη, και εκείνη τον είχε κοντά της... Είχε έρθει γι' αυτόν..
Τη φίλησε, και τα μάτια της ασήμισαν.. Τα μαλλιά της έλαμψαν.. Τα ρούχα της έγιναν διάφανα στο λευκό του σώματός της.. Κι όμως, φορούσε τον πιο λαμπερό χιτώνα...

[Βροχή]

..................................
έχει λιγνά δυο δένδρα
μικρό ένα περιβόλι·
και κάμνει εκεί της εξοχής
μια παρωδία το νερό
-μπαίνοντας σε κλονάρια
οπού δεν έχουν μυστικά·
ποτίζοντας ταις ρίζαις
που έχουν ασθενικό χυμό·
τρέχοντας εις το φύλλωμα
που με κλωσταίς δεμένο
πεζό και μελαγχολικό
κρεμνά στα παραθύρια·
και πλένωντας καχεκτικά
φυτά που μες σε γλάστραις
τά στησ' αράδα, αράδα
μια φρόνιμη νοικοκυρά.

Βροχή, που τα μικρά παιδιά
κυττάζουνε χαρούμενα
μέσ' από κάμαρη ζεστή,
κι' όσο πληθαίνει το νερό
και πέφτει πιο μεγάλα
χτυπούν τα χέρια και πηδούν.

Βροχή, που ακούν οι γέροι
με σκυθρωπήν υπομονή,
με βαρεμό κι' ανία·γιατί εκείνοι από ένστικτονδεν αγαπούνε διόλουβρεμμένο χώμα και σκιαίς.

Βροχή, βροχή
- εξακολουθείπάντα ραγδαία να βρέχη.
Μα τώρα πια δεν βλέπω.
Θόλωσ' απ' τα πολλά νερά
του παραθύρου το υαλί.
Στην επιφάνειά του
τρέχουν, γλιστρούν, κι' απλώνονται
κι' αναιβοκαται
βαίνουνρανίδες σκορπισμέναις
και κάθε μια λεκιάζεικαι κάθε μια θαμπώνει.
Και μόλις πλέον φαίνεται
θωλά, θωλά ο δρόμος
και μες σε πάχνη νερουλήτα σπίτια και τ' αμάξια.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Che fece... il gran rifiuto

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μιά μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.

Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει.
Αν ρωτιούνταν πάλι,όχι θα ξαναέλεγε.
Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ' όχι -το σωστό- εις όλην την ζωή του.

Τείχη

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Η θεραπεία του Σοπενάουερ- κορύφωση....


Ο Φίλιπ τον κόιταξε κατευθέιαν στα μάτια: " Ένα τέρας. Ένα αρπακτικό. Μόνος. Ένας εξολοθρευτής εντόμων". Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. "Γεμάτος τυφλή οργή. Ανέγγιχτος. Κανένας άνθρωπος απ' όσους με γνώρισαν δε μ' αγάπησε. Ποτέ. Κανένας δε μπορούσε να μ' αγαπήσει".


Ξαφνικά η Πάμ σηκώθηκε, προχώρησε προς το μέρος του κι έκανε νόημα στον Τόνυ ν' αλλάξει θέση. Κάθισε πλάι του, πήρε το χέρι του μέσα στα δικά της και είπε σιγανά: "Εγώ μπορούσα να σ' αγαπήσω, Φίλιπ. 'Ησουνα ο πιο όμορφος, ο πιο υπέροχος άντρας που είχα δει ποτέ μου. Σου τηλεφωνούσα και σου έγραφα για βδομάδες μετά την άρνησ΄σ σου να με ξαναδείς. Θα μπορούσα να σ' αγαπήσω αλλα εσύ μόλυνες-"


"Σσσς". Ο Τζούλιους άπλωσε το χέρι και την άγγιξε στον ώμο , για να την κάνει να σωπάσει. "Όχι >Πάμ, μην μπαίνεις σ΄αυτό. Μείνε στο πρώτο κομμάτι, ξαναπές το".

"Εγώ μπορούσα να σ' αγαπήσω¨".

"Και ήσουνα..." την παρότρυνε ο Τζούλιους.

"Ήσουνα ο πιο όμορφος άντρας που είχα δει ποτέ μου".

"Πάλι", ψιθύρισε ο Τζούλιους.

Κρατώντας ακόμα το χέρι του Φίλιπ και βλέποντας τα δάκρυά του να κυλάνε ανεμπόδιστα, η Πάμ επανέλαβε: "Μπορούσα να σ' αγαπήσω, Φίλιπ. Ήσουνα ο πιο όμορφος άντρας..."


Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Φίλιπ σηκώθηκε και όρμησε έξω απ' το δωμάτιο, κρύβοντας το πρόσωπο με τα χέρια του.




Ο Φίλιπ σε όλη την έκταση του βιβλίου, μέχρι αυτή τη στιγμή, είναι ένα άτομο ψυχρό. Ψυχρό και σχεδόν ακλόνητο από πάθη ή άλλους παράγοντες. Οι άνθρωποι αποτελούν παρελθόν γι' αυτόν, η συναναστροφή του με ανθρώπους είναι ανύπαρκτη.. Εξυψώνει το πνεύμα του, καλλιεργεί τον εσωτερικό του κόσμο, ζει μέσα από ξένα βιβλία, και όλα αυτά μέσα από τις θεωρίες του Σοπενάουερ. Ενδεικτικά:


  • Μείνε ανεξάρτητος από τους άλλους

  • Αν περιφρονείς τους άλλους, σε σέβονται.

Όταν αναγκάζεται να μπει σε μια ομάδα ψυχοθεραπείας, αναγκάζεται να εγκαταλείψει τις συνήθειες του. Αναγκάζεται να κοιτάξει μέσα από τα μάτια έμβιων όντων, μέσα από τα μάτια των αισθημάτων.. Και εκεί, μετά από χρόνια συναισθηματικής στειρότητας, ξεσπά..

Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

συλλογισμοι....

Μισανθρωπισμός?
Ναι, τη γνωρίζω την έννοια...
Πώς είπες, διέξοδος..?
Αα, και πραγματικότητα.?
Όχι.. Δε μπορώ να το πω αυτό...
Δεν είναι διέξοδος... Μισανθρωπισμός σημαίνει αποκοπή.. Αποκοπή λόγω μίσους, περιφρόνησης.. Μίσος λόγω απογοήτευσης. Λόγω βίαιας και αθέμιτης απογοήτευσης...
Και περιφρόνηση σαν στάση αυτοπροστασίας.
Το αποτέλεσμα είναι εύλογο, τα αισθήματα μας ατροφούν..
Η ίδια μας η φύση υπολειτουργεί και καταπιέζεται κάτω απ τα στρώματα του Εγώ.
Μα, τί είναι το Εγώ δίχως άτομα γύρω μας για να το επιβεβαιώνουν? Δίχως άτομα γύρω μας να το εκφράζουμε, να το προσφέρουμε, ώστε τελικά να το διαμορφώσουμε εμείς οι ίδιοι, Εμείς Οι Ίδιοι, όπως επιθυμούμε, όπως πάντα θέλαμε, να αγγίξουμε το τέλειο, σιγά σιγά, τη σταθερότητα, βήμα βήμα....
Δε τους χρειαζόμαστε?
Ανούσιο, λές...
Κι όμως, είναι πιο επουσιώδης ο ασπασμός μιας μόνο άποψης, ενός αφορισμου? Γίνονται όλα πιο εύκολα διχως ανθρώπινες σχέσεις, λες...
Και στις δύσκολες ώρες? Όταν τελικά το μόνο που λαχταράς είναι η θέρμη ενός χαδιού?
Όταν οι ίδιες σου οι σκέψεις σε προδίδουν, ένας άνθρωπος, μια σχέση, κάτι ζωντανο
θα σου προσφέρει τη λύτρωση..
Όχι, δεν είναι αδυναμία... ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΜΙΑ... Αδυναμία είναι να μην μπορείς να σχετιστείς με άτομα διαφορετικά των σκέψεων σου.. Είναι να κλείνεσαι στον εαυτό σου ανεπανόρθωτα και να μην κάνεις καν προσπάθεια να τις βάλλεις σε τάξη..
Αδυναμία είναι όταν αδυνατείς να αγαπήσεις... Να εκτιμήσεις την αγάπη...
Όταν αρνείσαι την αγάπη, όταν τη φοβάσαι....
Αδυνατείς να ζήσεις, παρα μόνο εθελοτυφλώντας.
Και προσέχοντας, καραδοκώντας τις σκέψεις σου, μη γίνει εμφανής η επιθυμία, η πραγματικότητα πέρα απ' τα λόγια...
Ναι, ο μισανθρωπισμός είναι αδυναμία..
Αργά ή γρήγορα θα καταλάβεις...
Μην αρνηθείς τις ευκαιρείες που σου δίνονται...
Θα χεις κερδίσει πιο πολλά απ' όσα σου φαίνεται...
Σιγά σιγά..
Μην τα παρατάς...

Μια εικόνα, χίλιες σκέψεις....

Μια εικόνα...
Μυστήρια εικόνα..
Σε μαύρο καμβά...
Με ασημένιες πινελιές.....
Αντάριασε τη θάλασσα των σκέψεων μου...

Ήταν ο έρωτας... Ο έρωτας κρυμμένος μέσα μου...
και ΜΕΣΑ ΣΟΥ....
Με κρατούσε, δε μ' άφηνε να φύγω...
Πόσο ζεστά με κρατούσε.. Θαρρείς πως... οι ασημένιες πινελιές ξεπηδούσαν,
νυχτοπούλια μες στη νύχτα, από τα μαύρα μάτια του...

Μ΄ΑΓΑΠΑ... μέσα στις σκέψεις μου υπάρχει μια σφαίρα...
ΔΕ Μ' ΑΓΑΠΑ... μια γυάλινη, πιτσιλωμένη από πέταλα, μια σφαίρα...
Μ' ΑΓΑΠΑ... ποτέ δεν έβλαψε κανένα...
ΔΕ Μ' ΑΓΑΠΑ.... κανένα παρα τον εαυτό της, τόσο εύθραυστη που ΄ναι...
Μ' ΑΓΑΠΑ... μα τώρα στα χέρια σου μέσα, στην ανάσα σου μέσα...
ΔΕ Μ' ΑΓΑΠΑ... αέναα ασφαλής....
Μ' αγαπάς...

Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

keep trying..:)

Κανείς δε σε κυνήγησε ποτέ πιο ανελέητα
από τον ιχνηλάτη του μυαλού σου.
Ούτε σε έκρινε πιο βάναυσα
Απ' το βαρύ χέρι της συνείδησης
ενώ το υποσυνείδητο έκλαιγε... Κρυφά...

Ξένα χέρια, παρηγοριας, με μίσος διώχνεις
ενώ τις σκέψεις σου δέχεσαι σα χέρι βοηθείας
και τελικά.. Μαραζώνεις...

Μια προσπάθεια.. μια πράξη εκεχειρίας μέσα σου.
Πάρε το κουράγιο σου και Ξύπνα
και Δες και Άκουσε
και Κάνε...
Πάρε το δρόμο της ασφάλειας...
Που τόσο καιρό θεωρούσες.. ανασφάλεια....

Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

about me...

Οι πράξεις κάνουν τους ανθρώπους, είχα ακούσει...
Νομίζω διαφωνώ.
Μία πράξη ίσως σε στιγματίσει.
Ίσως να σε ακολουθεί για πάντα στα όνειρα σου.
Μα να σε καθορίσει, αυτό δεν μπορεί να το κάνει...
Εκτός κι αν την αφήσεις
και κρυφτείς πίσω της
ώσπου να βρείς τον εαυτό σου..

Το κρύσταλλο, το εξαίσιο κρύσταλλο
έσπασε.
Ποτέ δε το περίμενε, Πόσο όμορφα θα συνόδευε
το επικείμενο ουρλιαχτό.
Βροχή από διάφανες στάλες, την περικύκλωσαν
Κι ύστερα με το μεταλλικό ήχο της καρδιάς της
Απελευθερώθηκε
Και καλημέρισε τα μάτια της.

ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Μια μέρα ήρθε στο χωριό γυναίκα ταραντούλα
κι όλοι τρέξαν να τη δουν.
άλλος της πέταξε ψωμί
κι άλλοι της ρίξαν πέτρα
απ' την ασχήμια να σωθούν.

Κι ένα παιδί της χάρισε ένα κόκκινο λουλούδι,
ένα παιδί
Ένα παιδί της ζήτησε να πει ένα τραγούδι,
ένα παιδί

Κι είπε ποτέ σου μην τους πεις
τι άσχημοι που μοιάζουν,
αυτοί που σε σιχαίνονται
μα στέκουν και κοιτάζουν.

Κι είπε ποτέ σου μην κοιτάς
τον άλλον μες τα μάτια,
γιατί καθρέφτης γίνεσαι
κι όλοι σε σπαν' κομμάτια.

Μια μέρα ήρθε στο χωριό
άγγελος πληγωμένος.
Τον φέρανε σε ένα κλουβί
κι έκοβε εισιτήριο ο κόσμος αγριεμένος,
την ομορφιά του για να δει.

Κι ένα παιδί σαν δάκρυ ωραίο αγγελούδι,
ένα παιδί
Ένα παιδί του ζήτησε να πει ένα τραγούδι,
ένα παιδί

Κι είπε αν θέλεις να σωθείς
από την ομορφιά σου,
πάρε τσεκούρι και σπαθί
και κόψε τα φτερά σου.

Κι είπε ποτέ σου μην κοιτάς
τον άλλο μες τα μάτια,
γιατί καθρέφτης γίνεσαι
κι όλοι σε σπαν' κομμάτια.

Το ποτάμι




[..]Ξύπνησε βαλαντωμένος δεν είχε ακόμα φέξει...
Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ' αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.
Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά... Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.
Σ' ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα όχθη, μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.
Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ' ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα 'σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.
Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια...
Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.
Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε από πάνω του.
Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ' ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.
Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.
Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.
Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.
Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους Άλλους.
Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ' όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.
Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.
Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερoυγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.

Τα Ψεύτικα Τριαντάφυλλα

Τα ψεύτικα τριαντάφυλλα δεν έχουν άρωμα
Δεν ανασαίνουνε, δεν υποφέρουν
τα ψεύτικα δεν ειναι, σαν τ' αληθινά
σπουδάζουν υποκριτική για να τα καταφέρουν..

Δεν έχουνε καρδιές ευαίσθητες
δεν ξενυχτάνε στο σκοτάδι
δεν εχουνε πληγές που δε γιατρεύονται
ούτε πεθαίνουν κάθε βράδυ,
κάθε βράδυ...

Δεν είσαι εσυ, είναι το ψεύτικό σου άρωμα
Μέσα στον αέρα
Υποκρισία που πονάει
ΣΑΝ ΣΦΑΙΡΑ.....

(πάλι αύριο)

Άσπρο και μαύρο βιάζουν το φως την αυγή,
δουλειά και συνήθεια κάθε πρωί.
Ένα τηλέφωνο μπλέκει γραμμές διαρκώς
κώδικας ξένος και λειψός.
Κι όμως πάλι αύριο,
στης πόλης τους ρυθμούς θα μπω
και δίχως ντροπή, θα διαμελισθώ.
Πέφτει ο ήλιος,
κουμπιά και κανάλια γυρνούν,
μα οι πόντοι μετρούν γι'α υτούς που αγαπούν.
Δωσ'μου γυναίκα το μύθο που χρόνια πουλάς,
άγια και πόρνη, σε τιμή προσφοράς.
Γέρικη νιότη ζητά να κρυφτεί στις σιωπές,
νύχτα σκουριάζουν οι ψυχές,
μες στ'ασανσέρ, οι φωνές μας ξανά θα χαθούν
κι οι τρύπιες ματιές μας,
αλλού θα κοιτούν.

Μονόγραμμα..

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,
νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

ΝΑ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ.

αναδυόμενο μίσος...

.... Βουλιάζει και φωνή της με το χτύπημα του ρολογιού·
το θέλημα σου, γύρεψα το θέλημά σου....