Έκλεισε τα μάτια και κάπως άνοιξε τα παραθύρια.
Ψέλλισε στους αδιάφορους περαστικούς, στους πολυάσχολους, γκρίζους περαστικούς :
"Θέλω να πετάξω... Θέλω να πετάξω... Θέλω να.- ΠΕΤΑΩΩΩ..!!!"
Όντως... Όντως αποχαιρέτησε το μουντό σπιτικό της εκείνο το πρωί.. Όντως κατευθύνθηκε προς το αστέρι που τη φώτιζε κάθε βράδυ.. Το έψαξε, κι ας ήταν μέρα...
Και με οδηγώ τον ήλιο, που φώτιζε τα λημέρια του αστεριού, το βρήκε.. Χωμένο μες στα σύννεφα του.. Να κοιμάται και να ονειρεύεται...
Δε το ξύπνησε. Απλώς έμεινε δίπλα του.. Έτσι το ευχαρίστησε που την πρόσεχε κάθε βράδυ...
Μα εκείνο ήθελε και η ίδια.. Η μοναξιά δεν ήταν καλός σύντροφος, δεν ήταν σύντροφος...
Το βράδυ έφτασε, και το κρύο ήταν κάτι παραπάνω από τσουχτερό.. Κουλουριάστηκε δίπλα του... Έξυσε τα κρύσταλλα απ τα βλέφαρά της και κοιμήθηκε.
Ωστόσο, το αστέρι αναδεύτηκε, ξύπνησε..
Και είδε την κοπέλα, την κοπέλα που τόσα βράδια παρατηρούσε δίχως κορεσμό.. Που λαχταρούσε να τη βγάλει, να τη σώσει απ' τις αράχνες... Τις αράχνες....
Και τώρα, επιτέλους, την είχε κοντά του. Και εκείνη, και εκείνη τον είχε κοντά της... Είχε έρθει γι' αυτόν..
Τη φίλησε, και τα μάτια της ασήμισαν.. Τα μαλλιά της έλαμψαν.. Τα ρούχα της έγιναν διάφανα στο λευκό του σώματός της.. Κι όμως, φορούσε τον πιο λαμπερό χιτώνα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου