Μια φορά και έναν καιρό ήμουν σύννεφο.
Είχα άσπρα μαλλιά
και καθόλου μάτια.
Τα μάτια μου ήταν τα πουλιά και τα δέντρα
οι πεταλούδες
και ο αέρας.
Παρατηρούσα τους ανθρώπους
έστελνα ουράνια τόξα
για να χαμογελούν
και στάλες στα τριαντάφυλλα
για να έχουν ελπίδα.
Μάζευα τη θλίψη τους
στέγνωνα τα δάκρυά τους,
τα έβαζα στα χέρια μου, τα έβγαζα απ' τα μάγουλά τους
και χαμογελούσαν και πάλι.
Τα μαλλιά μου έγιναν πρώτα ασημιά
και ύστερα γκρίζα.
Άσχημο πράγμα η θλίψη,
είχα μαζέψει πολλή απ' αυτήν.
Τα ουράνια τόξα όλο και πιο δύσκολα έφευγαν απ' τα χείλη μου
και τα τριαντάφυλλα μάταια με ζητούσαν.
Άσχημο πράγμα η θλίψη.
Μια μέρα έσπασα
και η βροχή πλημμύρισε τους δρόμους.
Πλημμύρισε τα πρόσωπα των φίλων μου
και τα ξέπλυνε.
Πλημμύρισε τα λουλούδια
και ζωντάνεψαν.
Εγώ χάθηκα σιγά σιγά.
Έγινα απομεινάρι.
Δάκρυ.
Σταγόνα.
Δροσοσταλιά
και αφρός στη θάλασσα.
Σκορπίστηκα παντού
και δε σκεφτόμουν.
Ύστερα είδα τον ήλιο
και όλη μου τη θλίψη.
Π ό σ ο π ό ν ε σ α . . .
Μα δεν μπόρεσα να κλάψω άλλο
μία σταγόνα είχε απομείνει
κι αυτή είχε μέσα της ε μ έ ν α...
Έτσι αφέθηκα.
Κάθε φορά ένα κομμάτι μου ανεβαίνει
και αντανακλά τον ήλιο.
Σε κάθε προσπάθεια μεγαλώνω και πάλι
ώσπου να βρω ξανά τον εαυτό μου
το σύννεφό μου
και τα ουράνια τόξα.
(Ελπίζω δηλαδή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου